- ἐνηλλαγμένως
- ἐνηλλαγμένως, Adv. [tense] pf. part. [voice] Pass. of ἐναλλάσσω,A reversely, in reverse order, Meno Iatr.17.42; inverting the true order, Plot.3.7.13.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ενηλλαγμένως — ἐνηλλαγμένως (Α) (επίρρ. από τη μτχ. ενηλλαγμένος τού παθ. παρακμ. τού εναλλάσσω) 1. κατά αντίστροφη θέση ή σειρά 2. αμοιβαία, εναλλάξ («ἐνηλλαγμένως τοῑς ποσὶν ἵστασθαι» πότε με το ένα, πότε με το άλλο πόδι εναλλάξ, Προκόπ. Γαζ.) 3. παραλλαγμένα … Dictionary of Greek
ἐνηλλαγμένως — ἐναλλάσσω exchange perf part mp masc acc pl (attic epic doric ionic aeolic) ἐνηλλαγμένως reversely indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετηρημένως — Α επίρρ. με προσοχή, προσεχτικά («ἐνηλλαγμένως, οὐ τετηρημένως», Γρηγ. Ναζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. μεσ. παρακμ. τετηρημένος τού τηρῶ «προσέχω, επιτηρώ» + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek
τραπέμπαλιν — Α επίρρ. 1. με στραμμένη την όψη προς τα πίσω 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐνηλλαγμένως ἢ παρηλλαγμένως» 3. (κατά τον Φώτ.) «ἐπ ἀριστερᾷ ὑπεναντίως». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τραπ τής συνεσταλμένης βαθμίδας της ρίζας τού ρ. τρέπω* (πρβλ. παθ. αόρ. β ἐ τράπ ην) + … Dictionary of Greek